- περιβραχιόνιος
- περι-βραχιόνιος, um den Arm gehend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περιβραχιόνιος — α, ο / περιβραχιόνιος, ιον [περιβραχίων, ονος] ΝΑ αυτός που τίθεται ή φοριέται γύρω από τον βραχίονα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιβραχιόνιο 1. κόσμημα που φοριέται γύρω από τον βραχίονα, ψέλι, βραχιόλι 2. λουρίδα υφάσματος γύρω από το μπράτσο,… … Dictionary of Greek
περιβραχιόνιον — περιβραχῑόνιον , περιβραχιόνιος round masc acc sg περιβραχῑόνιον , περιβραχιόνιος round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
περιβραχιόνιο — το, ΝΑ βλ. περιβραχιόνιος … Dictionary of Greek
περιβραχιόνια — περιβραχῑόνια , περιβραχιόνιος round neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)